- πηκτοῦ
- πηκτόςstuck inmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANANCAEUM — Graece ἀναγκαῖον, locus carceris, τὸ δεσμωτήριον, in quo rei vincti detinentur. Α᾿νάγκη enim Graecis, quidquid animum luae spontis esse non patitur. Unde affectus omnes ἀνάγκαι et ananc sum poculum apud Plaut. et ἀναγκοφιξγίαι Pugilum, qui hanc… … Hofmann J. Lexicon universale
CORYBANTIASMUS — Graece Κορυβαντιασμὸς, morbi genus, quam πηκτὸν ἀνάγκην vocat Orpheus, in Thymiamate Corybantum, Κλῦθι μάκαρ Φωνῶν, χαλεπὴν δ᾿ ἀποπέμπεο μῆνιν, Παύων Φαντασίας ψυχρᾶς εν πηκτοῦ ἀνάγκης. In eo morbo phantasmata et imagines oculis obversantur, et… … Hofmann J. Lexicon universale
PHANTASIAE — propie sunt τῆς μανίας, furoris. Theophrastus de strychno, Δέδοται δε αὐτῆς ἐὰν μὲν οὕτως ὥςτε παίζειν, καὶ δοκεῖν ἑαυτῷ κάλλιςτον εἶναι, δραχμὴ ςταθμῷ. Ε᾿ὰν δε μᾶλλον μαίνεςθαι, καὶ φαντασιας τινὰς φαίνεςθαι, δύο δραχμαί. Si quis velit facere,… … Hofmann J. Lexicon universale
πηκτός — ή, ό / πηκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και πηχτός Ν και δωρ. τ. πακτός, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει στερεοποιηθεί, ο πηγμένος (α. «πηχτό αίμα» β. «πηκτοῡ γάλακτος», Ευρ. γ. «πακτοῑο ἐκ κηρῶ», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. πυκνὁρρευστος, παχύρρευστος (α. «πηχτή… … Dictionary of Greek